- σταχτιάζω
- αμετ. превращаться в пепел, в золу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταχτιάζω — Ν [στάχτη] 1. (για τα καυσόξυλα) μεταβάλλομαι σε στάχτη 2. (για φυτό) προσβάλλομαι από ερυσίβη … Dictionary of Greek
σταχτιάζω — στάχτιασα, σταχτιασμένος 1. μεταβάλλομαι σε στάχτη. 2. προσβάλλομαι από την αρρώστια «στάχτη» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάχτιασμα — το, Ν [σταχτιάζω] η αρρώστια τών φυτών στάχτη, που προκαλείται από την ερυσίβη … Dictionary of Greek
χωνεύω — χώνευσα και χώνεψα, χωνεύτηκα, χωνευμένος και χωνεμένος 1. λιώνω μέταλλο στην κάμινο, το χύνω. 2. στις τροφές, καλοχωνεύω, χωνεύω κάτι: Ήταν σκληρό το κρέας και δεν το χώνεψα ακόμη. 3. στις καύσιμες ύλες, αποτεφρώνομαι, σταχτιάζω: Χωνέψανε τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)